26/4/09

Θανάσης Σκαμνάκης

Ξεκινώντας ήθελα να πω ότι η επιδιωκόμενη Αριστερά, αυτή που αναρωτιόμαστε όλοι εμείς αν μπορούμε να την κατακτήσουμε, δεν είναι απλώς μια πολιτική συμφωνία. Είναι η απόπειρα να αποκαταστήσουμε την ενότητα του κόσμου. Μια ανατρεπτική αντίληψη του κόσμου και μια συνολική ανατροπή του. Με αυτή την έννοια, οι ποιητές είναι ένα μέρος του σώματός μας. Αυτοί καταλαβαίνουν τη βοή του κόσμου, διαισθάνονται και τους αναγεννητικούς σεισμούς και τις συντριβές που επέρχονται. Και είναι απόλυτη ανάγκη να συνομιλήσουμε μαζί τους.

Όσοι έχουν δει το Τοπίο στην ομίχλη θα θυμούνται τη σκηνή στην παραλία της Θεσσαλονίκης όπου ο Ορέστης, μαζί με τα δυο παιδιά που ψάχνουν τον πατέρα τους, μέσα στο ομιχλώδες τοπίο, συναντάται με τους δικούς του, το θίασο που έρχεται από παλιά. Λέει το σενάριο: «Στο βάθος του δρόμου έχει εμφανιστεί κι έρχεται προς το μέρος τους μια ομάδα ανθρώπων παράξενα ντυμένων. Σα να βγαίνουν από μιαν άλλη εποχή. Τα ρούχα τους ανεμίζουν στον αέρα. Ο νέος (ο Ορέστης) τους παρουσιάζει στον Αλέξανδρο (τον μικρό)
- Ο πρώτος αριστερά είναι ο παππούς μου. Πάντα γυρίζει από κάποιο πόλεμο και πάντα τον προδίνουν. Δίπλα του, με τη γούνα, η γιαγιά μου. Τη βλέπεις; Προσπαθεί να φανεί ακόμα νέα. Αυτός με το γκρίζο παλτό είναι ο φίλος τους. Ο κακός του έργου… Πιο πέρα, με τα μαύρα, η θεία μου, η Ηλέκτρα. Έτοιμη να πενθήσει τα πάντα. Η μάνα μου μετά. Ξέρεις τι όμορφη που ’τανε κάποτε;
Ο γέρος με το ακορντεόν είναι η ψυχή του θιάσου. Η μουσική. Αρχή και τέλος!.. Ο καλός Πυλάδης… Η γριούλα παραμάνα που με μεγάλωσε … Ο γέρος που δεν έχει όνομα… κι ο ποιητής με το κόκκινο κασκόλ. Όσο τον θυμάμαι, ονειρεύεται πάντα τη μεγάλη επανάσταση… που θα κάψει τον κόσμο… Αυτοί οι περιπλανώμενοι ηθοποιοί είναι η οικογένειά μου, λέει ο νέος.
… Τους βλέπεις; λέει στον Αλέξανδρο.
- Είναι λυπημένοι, παρατηρεί ο μικρός.
- Οι καιροί έχουν αλλάξει ... όλα έχουν αλλάξει … Κι αυτοί … λεηλατημένοι από το χρόνο, πεισματάρηδες περιφέρονται ασταμάτητα στους δρόμους της Ελλάδας παίζοντας πάντα το ίδιο έργο».
Στην επόμενη σκηνή ο θίασος, ο οποίος ματαίως ψάχνει να βρει αίθουσα για να παίξει το έργο του, φαίνεται να πουλάει τα κουστούμια του. Κι ο Ορέστης, πλησιάζει τους ηθοποιούς και τους αποχαιρετά:
-Εμένα δε μ’ αρέσουν οι κηδείες, λέει. Γεια σας.
Κάποιοι δακρύζουν. Αυτός φεύγει απότομα προς τη μοτοσικλέτα κάνοντας νόημα στα παιδιά να τον ακολουθήσουν».
Οι τρεις συνεχίζουν την πορεία τους στην ομίχλη, αναζητώντας τον πατέρα, το νέο προσανατολισμό, τη δική τους περιπέτεια.
Και από τότε αναζητείται η λύση, ενώ η ομίχλη πυκνώνει.
Τα πρόσωπα και τα σύμβολα μας είναι γνωστά και κατανοητά, είναι στοιχεία του νεώτερου δράματος.
Δυο χρόνια νωρίτερα, το 1986, στο Μελισσοκόμο, ο παλιός αντάρτης αποσύρεται, οδηγεί τις μέλισσες στο τελευταίο ταξίδι και παραδίδεται στο γλυκό τους δηλητήριο, στέλνοντας μηνύματα στη γη και στο μέλλον.
Και λίγα χρόνια μετά, στο Μετέωρο βήμα του πελαργού, στην τελευταία εικόνα οι εργάτες ανεβαίνουν στις κολώνες για να αποκαταστήσουν την επικοινωνία του κόσμου.

Στους Κυνηγούς, οι απέναντι, οι απέναντί μας, φοβόντουσαν το πτώμα του παλιού αντάρτη που ήταν θαμμένο στα χιόνια, ανέπαφο. Όσο πέρναγε ο καιρός, το πτώμα αυτό δεν τους προκαλούσε τρόμο. Οι απέναντι λοιπόν έχουνε ύφος νικητή. Μας έχουν νικήσει. Και νοκ άουτ και στα σημεία, τα σημεία της καθημερινότητας. Μας αποξενώνουν από τα δικά μας πεδία. Μας αποξενώνουν από το Σεφέρη, το Ρίτσο, τον Αγγελόπουλο. Και όσο μας αποξενώνουν από τους ποιητές, τόσο μας κομματιάζουν και μας καθιστούν αδύναμους να αντεπεξέρθουμε σε μια καινούργια διεκδίκηση συνολική. Άρα το ερώτημα που τίθεται και από αυτή την ταινία, είναι: Μπορούμε να επανασυγκροτήσουμε ένα κομμουνιστικό όραμα; Δεν έχουμε την απάντηση και ασφαλώς η απάντηση δεν είναι απλή. Όμως, οδηγώντας τα πράγματα σε μια ανατρεπτική λογική, μπορούμε να ανοίξουμε το δρόμο. Και προσπαθούμε.

Πρέπει όμως, οι από ’δω, να λογαριαστούμε με όλες τις πιο καθηλωτικές αντιφάσεις μας, τις καθυστερήσεις, τις μεμψιμοιρίες μας, τις παρορμήσεις και τις εκρήξεις μας, πολύ συχνά οιωνούς μέλλοντος, αλλά και με όσα βλέπουμε να διαγράφονται αχνά στον ορίζοντα ως δυνατότητες της νέας εποχής. Εποχής που περιέχει όλα τα πριν, τις νίκες, τις ήττες, τις διαψεύσεις, τις απογοητεύσεις, τις αμφιβολίες, τις σιωπές, κι όλες τις κατακτήσεις, τις ταινίες, τα ποιήματα, τα μανιφέστα.

Το γεγονός ότι συντελούνται εκρήξεις –ορισμένοι τις λένε εξεγέρσεις– είναι στοιχείο της καινούργιας μας ζωής, είναι ένα στοιχείο που μας βγάζει από την πικρή γεύση της δεκαετίας του’90 και μας οδηγεί σε μια ευαίσθητη, πικρή ακόμα, αισιοδοξία του νέου αιώνα. Όμως αυτές οι εκρήξεις των κινημάτων δεν είναι αρκετές για να επανασυνθέσουν το όραμα. Μπορεί να προκαλούν ενθουσιασμό. Να σπάνε τον πάγο της απογοήτευσης. Αλλά δεν φτάνουν. Το όλο πράγμα είναι πιο πολύπλοκο. Η πολιτική πάλη, η φιλοσοφία, η τέχνη, ο έρωτας, οφείλουν να γίνουν ένα. Τώρα είναι μοναχικοί δρόμοι. Καθένας επιλέγει και τραβάει τον δικό του, θεωρώντας πως οι άλλοι είναι αδιάφοροι γι’ αυτόν, όπως κι αυτός είναι αδιάφορος για εκείνους. Κι όπως ο δρόμος της τέχνης γίνεται αγωνιώδης έτσι, όμοια αγωνιώδης είναι και η μοναχική πορεία της πολιτικής.

Συνεπώς πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Ποια Αριστερά αναζητάμε. Τι διεκδικούμε, αν όχι τα πάντα; Και πώς μπορούμε να κατακτήσουμε τα πάντα αν δεν αμφισβητούμε, αν δεν αμφιβάλλουμε, αν δεν απελπιζόμαστε, κι αν δεν ξαναξεκινάμε με τα σπασμένα κουπιά, τα άλλα ταξίδια. Τι χρειάζονται οι ποιητές σ’ έναν μικρόψυχο καιρό; αναρωτιέται ο Χέντερλινγκ και το επαναλαμβάνει Σεφέρης και μετά ο Αγγελόπουλος και μετά εμείς. Αλλά μήπως ακριβώς στο μικρόψυχο καιρό δεν είναι η ανάγκη του ποιητή;
Ας αναγνωρίσουμε και ας αναγνώσουμε το έργο. Η σκόνη του χρόνου είναι η σιωπή που επιβάλλεται σε πράγματα και ανθρώπους. Η σιωπή της ιστορίας. Λέει σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης: «Η σκόνη του χρόνου κάνει να τα ξεχνάμε, είναι η λήθη. Αυτό που ο ήρωας (Μπρούνο Γκανζ) πίστευε πως οδηγούσε σ’ έναν άλλο κόσμο, κάποια στιγμή κατέρρευσε, σώπασε. Η σιωπή αυτή είναι η σκόνη του κόσμου».

Ποια είναι η απάντηση; Ας δούμε κάτι. Ο Αγγελόπουλος στο έργο του χρησιμοποιεί μερικές ιδέες που επαναλαμβάνονται. Η σιωπή. «Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή» λέει ο Σεφέρης. Η μνήμη. «Η μνήμη όπου την αγγίζεις πονεί» λέει πάλι ο Σεφέρης. Το ταξίδι. «Ο άνεμος παίρνει το βλέμμα σου μακριά» λέει ο Αγγελόπουλος στο Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα. Και η μουσική. Η αρχή και το τέλος. Σε όλες τις συγκλονιστικές στιγμές ενός τέλους σε αυτό το έργο, υπάρχει πάντα η μουσική. Δεν φτάνει να μας δηλώσει ο σκηνοθέτης στην αρχή ότι τίποτα δεν τελειώνει, δεν φτάνει η αισιοδοξία του τέλους με τη μικρή Ελένη που φεύγει μαζί με τον παππού της, αλλά υπογραμμίζονται όλα αυτά αδιάκοπα με τη μουσική.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε πει για τον Αγγελόπουλο ότι δεν είναι μαρξιστής, αλλά είναι πολύ μεγάλος σκηνοθέτης: «Γιατί ένας 'σκηνοθέτης σε κρίση' που καταφέρνει να εντάξει την προσωπική του κρίση στην 'εθνική κρίση' σίγουρα είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ενώσεις τις δύο συνιστώσες, την ιστορική και την υπαρξιακή, σε μία συνισταμένη. Και δεν νομίζουμε πως υπάρχει ανάλογο στην παγκόσμια ιστορία του κινηματογράφου». Μας πάει πολύ βαθιά στον εαυτό μας, και υπαρξιακά, και τον ατομικό μας εαυτό και στο συλλογικό μας πολιτικό εαυτό.